- Ὀρμενίου
- Ὀρμένιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek
ευρύπυλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορμένιου της Θεσσαλίας, γιος του Ευδαίμονα. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Εκστράτευσε εναντίον της Τροίας με 40 πλοία. Τον τραυμάτισε ο Πάρις, αλλά τον θεράπευσε ο Πάτροκλος. Ήταν ένας … Dictionary of Greek
Αβαρβαρέα ή Αβαρβαρέη — Μυθολογικό πρόσωπο.Μία από τις Ναϊάδες. Στην Ιλιάδα (7,22), ο Όμηρος αφηγείται τους έρωτές της με τον Βουκολίωνα, τον γιο της νύμφης Καλύβης και του Λαομέδοντα, που ήταν γιος του ιδρυτή της Τροίας, Ίλου. Συνέπεια του έρωτα αυτού ήταν οι δίδυμοι… … Dictionary of Greek